- λιθογνωμικόν
- λιθογνωμικόςskilful in stonesmasc acc sgλιθογνωμικόςskilful in stonesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθογνωμικός — ή, ό (Α λιθογνωμικός, ή, όν) αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα αρχ. (το ουδ. ως κύρ. όν.) Λιθογνωμικόν σύγγραμμα τού Φιλοστράτου που αναφέρεται στη γνώση των… … Dictionary of Greek